Στις 29 Ιουλίου του 1825 ο Κασομούλης εισέρχεται στο Μεσολόγγι, το οποίο πολιορκείται από τον Κιουταχή. Η ατμόσφαιρα που επικρατεί περιγράφεται σαν πανηγύρι. Οι άνδρες της φρουράς παρουσιάζονται να πολεμούν και να εργάζονται για την αμυντική οχύρωση χωρίς να κουράζονται και να παραπονούνται: «Αξιωματικοί (και) στρατιώται αμίμητοι δια την καρτερίαν, αμίμητοι δια την αφοβίαν, αμίμητοι δια την κακοπάθειαν και κόπους, αμίμητοι δια την ομόνοιαν των τότες, δεν ήξευρεν με τι να τους παρομοιάσει κανένας» *
Στην ανάπαυλα του πολέμου διηγούνται ο ένας στον άλλον τα παράξενα γεγονότα της κάθε συμπλοκής: «… άλλος εδώ γελούσεν, άλλος εκεί∙ λαλούσεν (τη φλογέρα), άλλος τραγουδούσεν άλλος χόρευεν, και επειδή οι Τούρκοι ήτον τόσον πλησίον και τα άκουγον (η ευθυμίαν των) τους εσκλήρυνεν , και λύσιαζαν περισσότερον, από τη μανία των».**
Όταν κάποιος πληγωνόταν, τον μετέφεραν οι σύντροφοι του και ήταν ντροπή να δακρύσει ή να δείξει ότι πονά ο πληγωμένος. Οι στρατιώτες φάνταζαν στα μάτια του συγγραφέα ως λέοντες ατρόμητοι, κλεισμένοι σε κλουβί, οι οποίοι ζητούν να ορμήσουν και να κατασπαράξουν το θύμα τους.
«Αν (πάλιν) φονεύετο κανένας, άκουγες όλους:
• Γάμος χωρίς σφαχτά δεν γίνεται».***
Πηγές: * ΚΑΣΟΜΟΥΛΗ. Ν. , «ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ» τόμος 2ος Αθήνα 1940 σελ. 102
** ΚΑΣΟΜΟΥΛΗ. Ν. , «ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ» τόμος 2ος Αθήνα 1940 σελ. 102
*** ΚΑΣΟΜΟΥΛΗ. Ν. , «ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΕΝΘΥΜΗΜΑΤΑ» τόμος 2ος Αθήνα 1940 σελ. 103
Κείμενα: Παύλος Κουτουζής
Εκφώνηση: Άννα Μπάστα